σμαρίς

σμαρίς

σμαρίς, ίδος, ἡ, ein kleiner, geringgeachteter Meersisch, wie der Larirsisch; Arist. H. A. 8, 30; Diosc.; Ath. VII, 328 f; Opp. Hal. 1, 109; Phani. 7 (VI, 304); wird auch σμάρις accentuirt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμαρίς — Smaris vulgaris fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίδα — σμαρίς Smaris vulgaris fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίδας — σμαρίς Smaris vulgaris fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίδες — σμαρίς Smaris vulgaris fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίδι — σμαρίς Smaris vulgaris fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίδος — σμαρίς Smaris vulgaris fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίδων — σμαρίς Smaris vulgaris fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαρίσιν — σμαρίς Smaris vulgaris fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίδα — Κοινή ονομασία περκόμορφων ψαριών του γένους Spicara της οικογένειας των κεντρακανθιδών. Πρόκειται για ψάρια μικρού μεγέθους, μέχρι 20 εκ., με επίμηκες και πλευρικά πεπιεσμένο σώμα. Στις ελληνικές θάλασσες, αλιεύονται η κοινή μαρίδα (Spicara… …   Dictionary of Greek

  • σμέρδος — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με το επίθ. σμερδαλέος*, πιθ. λόγω τής τρομακτικής όψης τού ψαριού, καθώς και η θεώρηση τού τ. ως εσφαλμένης γραφής αντί τού σμαρίς] …   Dictionary of Greek

  • σμαρίδα — η / σμαρίς, ίδος, ΝΑ η μαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης (πρβλ. και λ. μαρίδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”