σεῦτλον

σεῦτλον

σεῦτλον, τό, ion. u. gemeine Form (vgl. Luc. iud. voc. 9), dafür att. τεῠτλον, ein Küchengewächs, Mangold, lat. beta, Theophr. u. Diosc.; vgl. Ath. IX, 371.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σεῦτλον — neut nom/voc/acc sg τεῦτλον beet neut nom/voc/acc sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεύτλον — τὸ, Α (ιων. και αττ. τ.) βλ. τεύτλο …   Dictionary of Greek

  • σεῦτλα — σεῦτλον neut nom/voc/acc pl τεῦτλον beet neut nom/voc/acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • свекла — диал. также цвёкла, севск. (см.), укр. свекла, др. русск. сеϋклъ (Изборн. Святосл. 1073 г.; см. Срезн. III, 343), свекла (Домостр. К. 41 и сл., Заб. 114), сербск. цслав. свеклъ. Заимств. из греч. σεῦκλον, ион. σεῦτλον, атт. τεῦτλον – то же; см …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Σευτλαίος — ό, Α [σεῡτλον] ονομασία ενός βατράχου στην κωμωδία τού Αριστοφάνους Βάτραχοι …   Dictionary of Greek

  • αγκλώ — ( άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ 1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ. 2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να τό καθαρίσω 3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις …   Dictionary of Greek

  • σέσκουλο — Λέγεται και σέσκλο (βέτα η κοινή). Φυτό (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα) της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι λαχανικό πολύ διαδομένο μοιάζει πολύ με το φυτό του τεύτλου, αλλά έχει φύλλα εδώδιμα, πολύ πλατιά, με μεσαία νεύρωση… …   Dictionary of Greek

  • σίλφη — η / ΝΑ και τίλφη Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, τής οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ. β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • σευτλομόλοχον — τὸ, Μ το φυτό σέσκουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῦτλον + μολόχα] …   Dictionary of Greek

  • τευτλίον — και σευτλίον, τὸ, Α [τεῡτλον / σεῡτλον] 1. υποκορ. τού τεῡτλον* 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) τεύτλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”