- σκῦρον
σκῦρον, τό, = λατύπη 2, was beim Behauen der Steine abfällt, Schol. Pind. P. 5, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῦρον, τό, = λατύπη 2, was beim Behauen der Steine abfällt, Schol. Pind. P. 5, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκύρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκῦρον — Σκῦρος of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκῦρον — σκῦρος chippings of stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύρα — σκύρον neut nom/voc/acc pl σκύρᾱ , σκυράω go mad pres imperat act 2nd sg σκύρᾱ , σκυράω go mad imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύροιο — σκύρον neut gen sg (epic) σκύ̱ροιο , σκῦρος chippings of stone masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύρου — σκύρον neut gen sg σκύ̱ρου , σκῦρος chippings of stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύρων — σκύρον neut gen pl σκύ̱ρων , σκῦρος chippings of stone masc gen pl σκυράω go mad imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκυράω go mad imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύρῳ — σκύρον neut dat sg σκύ̱ρῳ , σκῦρος chippings of stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek
σκύρωι — σκύρῳ , σκύρον neut dat sg σκύ̱ρῳ , σκῦρος chippings of stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)