- σκῡλο-φόρος
σκῡλο-φόρος, Beute davontragend, Crinag. 11 (VI, 161), auch Beiw. des Zeus, dem man die Beute darbringt, in dessen Tempel man sie aufhängt, das lat. feretrius, D. Hal. 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῡλο-φόρος, Beute davontragend, Crinag. 11 (VI, 161), auch Beiw. des Zeus, dem man die Beute darbringt, in dessen Tempel man sie aufhängt, das lat. feretrius, D. Hal. 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek