- σκῡλεία
σκῡλεία, ἡ, Plünderung, Beraubung, bes. des getödteten Feindes, Maccab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῡλεία, ἡ, Plünderung, Beraubung, bes. des getödteten Feindes, Maccab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυλεία — ἡ Α [σκυλεύω] σκύλευση, λαφυραγωγία («καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σκυλείαν — σκυλείᾱν , σκυλεία despoiling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* … Dictionary of Greek