- σκῡτο-βραχίων
σκῡτο-βραχίων, ὁ, ἡ, mit ledernem Arme, Ath. XII, 515 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῡτο-βραχίων, ὁ, ἡ, mit ledernem Arme, Ath. XII, 515 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκοβραχίων — λευκοβραχίων, ον (AM) αυτός που έχει λευκούς βραχίονες ή λευκούς ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + βραχίων (πρβλ. περι βραχίων, σκυτο βραχίων)] … Dictionary of Greek