προς-οδικός

προς-οδικός

προς-οδικός, ή, όν, zum Einkommen gehörig, einträglich, Strab. XVII.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Μιλάνο — (Milano). Πόλη (1.182.693 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.762 τ.χλμ.) και της Λομβαρδίας (8.922.463 κάτ.). Είναι το κυριότερο οικονομικό κέντρο της χώρας και το μεγαλύτερο σε πληθυσμό πολεοδομικό της συγκρότημα μετά …   Dictionary of Greek

  • Στουτγάρδη — (Stuttgart). Πόλη (570.699 κάτ.) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, πρωτεύουσα του κρατίδιου Μπάντεν Βύρτεμπεργκ (35.751 τ. χλμ., 9.618.696 κάτ.). Βρίσκεται πάνω στο Νέκαρ, παραπόταμο του Ρήνου, σε ελαφρά λοφώδη περιοχή που έχει ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

  • Αμμάν — Πόλη (1.415.000 κάτ. το 1999) και πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιορδανίας και του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (8.231 τ. χλμ., 1.864.450 κάτ. το 1999), χτισμένη προς το βορειοδυτικό άκρο του άξενου υπεριορδανικού οροπεδίου. Πολύ παλιά πόλη,… …   Dictionary of Greek

  • Αστούριας — (Asturias). Αυτόνομη επαρχία (10.604 τ. χλμ., 1.062.998 κάτ. το 2001) της βόρειας Ισπανίας προς τον Βισκαϊκό κόλπο. Περιβάλλεται στα Ν από τα Κανταβρικά όρη από τα οποία κατεβαίνουν διάφοροι ποταμοί προς τη θάλασσα (Ναλόν, Αένα, Ναβία, Σέλα) με… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Νότια — (South Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (80.582 τ. χλμ., 4.063.011 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα την Κολούμπια (Columbia, 116.278 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με τη Βόρεια Καρολίνα, στα Ν και ΝΔ με την πολιτεία της Γεωργίας (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Λεόν — I (Léon). Πόλη (130.916 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (15.580 τ. χλμ., 488.751 κάτ.), στην αυτόνομη περιοχή Καστίλη Λεόν (βλ. λ.). Η πόλη, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Μπερνέσγκα και Τόρβο, αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”