- σκῡτεῖον
σκῡτεῖον, τό, Schusterwerkstätte, Sp., wie Schol. Luc. Necyom. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῡτεῖον, τό, Schusterwerkstätte, Sp., wie Schol. Luc. Necyom. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυτεῖον — shoemaker s workshop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτείον — τὸ, Α [σκυτεύς] το εργαστήρι τού σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο … Dictionary of Greek
σκυτείῳ — σκυτεῖον shoemaker s workshop neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσσυμπτον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυτεῑον» … Dictionary of Greek