σκῡρωτός

σκῡρωτός

σκῡρωτός, mit Steinen gepflastert, ὁδός, eine mit Mörtel und Steinen sorgfältig gebau'te Kunststraße, Böckh expl. Pind. P. 5, 93, in Kyrene.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκυρωτός — ή, ό / σκυρωτός, ή, όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, ή, ό, Ν νεοελλ. στρωμένος με σκύρα αρχ. στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • σκυρωτός — ή, ό στρωμένος με σκύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυρωτή — σκυρωτός paved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυρωτήν — σκυρωτός paved fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός …   Dictionary of Greek

  • σκυρωτάν — σκυρωτά̱ν , σκυρωτός paved fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”