σκῆψις

σκῆψις

σκῆψις, , Grund, worauf man sich stützt, Vorwand, Ausrede, Entschuldigung; VLL. erkl. πρόφασις; so Tragg.: τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει, Aesch. Ag. 860; εἰςόρα, μὲ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιϑῇς, Soph. El. 574; σκῆψιν προτείνουσα, Eur. El. 1067; εἰς ἄνδρα σκῆψιν εἶχε, El. 29; σκῆψιν ἐς ποίαν προβαίνων; Or. 747, u. öfter; ἀγὼν οὗτος σκῆψιν οὐκ ἐςδέξεται, Ar. Ach. 367; σκῆψιν ποιεῖσϑαί τι, Etwas zum Vorwande brauchen, Her. 5, 30; φόνου σκῆψις, Anschuldigung einer Mordthat, 1, 147. 5, 30; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ· ἀλλ' οὐ δίκαιον, Dem. 19, 100; οὐδὲ γὰρ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἔϑ' ἡμῖν τοῠ μ ὴ τὰ δέοντα ποιεῖν, 1, 6; Pol. σκήψεις τινὰς πρὸς τὸν βασιλέα πορισάμενος, 5, 2, 9, u. öfter; σκῆψιν ἀπενέγκαι, Entschuldigung, Att. Seew. XIV d 60.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκῆψις — pretext fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …   Dictionary of Greek

  • σκῆψιν — σκῆψις pretext fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψει — σκήπτω prop aor subj act 3rd sg (epic) σκήπτω prop fut ind mid 2nd sg σκήπτω prop fut ind act 3rd sg σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκή̱ψεϊ , σκῆψις pretext fem dat sg (epic) σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • σκήψεις — σκήπτω prop aor subj act 2nd sg (epic) σκήπτω prop fut ind act 2nd sg σκή̱ψεις , σκῆψις pretext fem nom/voc pl (attic epic) σκή̱ψεις , σκῆψις pretext fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • притворение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (σκῆψις) прикрытие, вид, личина. Мин. мес. нояб. 11 …   Словарь церковнославянского языка

  • Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐՈՒՐ — (մանաւանդ ԲԱՐՈՒՐՔ, րուրս.) NBH 1 468 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c, 15c ԲԱՐՈՒՐ մանաւանդ՝ ԲԱՐՈՒՐՔ. πρόφασις , αἱτία, ὐπόθεσις, σκήψις, περίστασις, ἁφορμή praetextus, causa, ocasio, ansa,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σκηψίων — σκήπτω prop fut part act masc nom sg (doric) σκη̱ψίων , σκῆψις pretext fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήψεσι — σκή̱ψεσι , σκῆψις pretext fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”