σκήνημα

σκήνημα

σκήνημα, τό, = σκηνή; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκιερῶν σκηνημάτων, Xen. Hell. 5, 3, 19; bei Aesch. Ch. 249 das Nest.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • σκηνημάτων — σκήνημα camp neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνήμασιν — σκήνημα camp neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνήματα — σκήνημα camp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”