σκώψ

σκώψ

σκώψ, σκωπός, ὁ, 1) eine Eulenart, vielleicht der Kauz, Od. 5, 66 u. Sp., wie En. ad. 468 (IX, 380); nach Einigen von σκώπτω, wegen der spaßhaften Gestalt, nach Anderen von σκέπτομαι, wegen der großen Glotzaugen. – 2) ein lustiger Tanz, bei dem man die Gebehrden der Eule nachmacht; Poll. 4, 14; Ael. H. A. 15, 28; – bei Ath. XIV, 629 e neben σκώπευμα, wo er erkl. ἦν δὲ ὁ σκὼψ τῶν ἀποσκοπούντων τὸ σχῆμα, ἄκραν τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῠ μετώπου κεκυρτωκότων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκώψ — owl masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωψ — ο / σκώψ, ωπός, ΝΑ λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, τού κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops αρχ. 1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκῶπες — σκώψ owl masc nom/voc pl σκώψ owl masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπῶν — σκώψ owl masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπός — σκώψ owl masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῶπα — σκώψ owl masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῶπας — σκώψ owl masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • κωψ — κώψ, κωπός, ὁ (Α) ο σκωψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκώψ, με σίγηση τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

  • σκώπευμα — τὸ, Α χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση τής γλαύκας, αλλ. σκώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. *σκωπεύω] …   Dictionary of Greek

  • σκώπτω — ΝΜΑ εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.) αρχ. 1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω 2. λέω αστεία, είμαι αστείος 3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”