- σκίῤῥον
σκίῤῥον, τό, = σκίῤῥος 2; die harte äußere Rinde des Käses, Ar. Vesp. 925, Schol. sagt τὸ ῥ υπῶδες ἐπὶ τῶν τυρῶν u. führt aus Eupolis an λοιπὸς γὰρ οὐδείς, τροφαλὶς ἐκείνη ἐφ' ὕδωρ βαδίζει σκίῤῥον ἠμφιεσμένη. Vgl. σκιῤῥόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.