- σκίῤῥωμα
σκίῤῥωμα, τό, Verhärtung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίῤῥωμα, τό, Verhärtung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίρρωμα — το, ΝΑ [σκιρ(ρ)ῶ] σκιρώδης όγκος … Dictionary of Greek
σκίρωμα — το, ΝΑ βλ. σκίρρωμα … Dictionary of Greek
στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… … Dictionary of Greek