- προς-οκέλλω
προς-οκέλλω ναῠν, das Schiff ans Land treiben, stranden lassen, Sp., wie Luc. V. H. 2, 2; auch intrans., Tim. 3; πόδα, den Fuß woran stoßen, Aret. – S. προςοπτίλλω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-οκέλλω ναῠν, das Schiff ans Land treiben, stranden lassen, Sp., wie Luc. V. H. 2, 2; auch intrans., Tim. 3; πόδα, den Fuß woran stoßen, Aret. – S. προςοπτίλλω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek
ποτοκέλλω — Α (δωρ. τ.) προσοκέλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀκέλλω] … Dictionary of Greek