σκίραφος

σκίραφος

σκίραφος, , auch σκείραφος, ein Werkzeug zum Würfelspielen, Würfelbecher. Auch ein durchtriebener Würfelspieler. Bei Hippon. erkl. Eust. 1397 τί με σκιράφοις ἀτιτάλλεις durch πανουργήματα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκίραφος — σκί̱ραφος , σκίραφος dice box masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη …   Dictionary of Greek

  • σκ(ε)ιραφώ — έω, Α [σκίραφος] (κατά τον Ησύχ.) συμπεριφέρομαι απατηλώς …   Dictionary of Greek

  • σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ …   Dictionary of Greek

  • σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιραφευτής — ὁ, Α αυτός που παίζει κύβους, ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίραφος + κατάλ. ευτής (πρβλ. κυβ ευτής)] …   Dictionary of Greek

  • σκιραφώδης — ῶδες, Α [σκίραφος] απατεώνας, κατεργάρης …   Dictionary of Greek

  • σκιράφοις — σκῑράφοις , σκίραφος dice box masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιράφου — σκῑράφου , σκίραφος dice box masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιράφους — σκῑράφους , σκίραφος dice box masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”