σκέπαρνος

σκέπαρνος

σκέπαρνος, ὁ, = σκέπαρνον; Soph. frg. 787 bei Hdn. περὶ μον. λ. p. 34, 3; Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκέπαρνος — σκέπαρνον carpenter s axe masc nom sg σκέπαρνος carpenter s axe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 …   Dictionary of Greek

  • σκεπαρνηδόν — Α επίρρ. κατά τον τρόπο τού επιδέσμου σκέπαρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • щепа — щепка, щепать, щепить, также в знач. прививать , укр. щепа черенок для прививки , щепити прививать , блр. щепаць расщеплять, колоть , др. русск. щепа, хорв. оštераk стружка , словен. ščèр, род. п. ščeра щепка , ščeрǝk осколок , ščерiса – то же,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κρώπιον — και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α) 1. δρέπανο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < *κρώψ και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα *(s)krō p τής ΙΕ ρίζας *(s)kre p , που αποτελεί παρεκτεταμένη (με… …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • σκεπάρνι — το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ [σκέπαρνος] κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για… …   Dictionary of Greek

  • σκεπαρνίζω — ΝΑ [σκέπαρνος] 1. δίνω σκεπαρνιές 2. κόβω ή πελεκώ ξύλα με το σκεπάρνι …   Dictionary of Greek

  • σκεπάρνοις — σκέπαρνον carpenter s axe masc dat pl σκέπαρνον carpenter s axe neut dat pl σκέπαρνος carpenter s axe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάρνου — σκέπαρνον carpenter s axe masc gen sg σκέπαρνον carpenter s axe neut gen sg σκέπαρνος carpenter s axe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάρνους — σκέπαρνον carpenter s axe masc acc pl σκέπαρνος carpenter s axe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”