- σκάλοψ
σκάλοψ, οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάλοψ, οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάλοψ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκάλοπας — σκάλοψ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Asclepius — Infobox Greek deity Caption = Statue of Asclepius with his symbol, the serpent entwined staff Name = Asclepius God of = God of medicine, healing, and physicians Abode = Symbol = A serpent entwined staff Consort = Epione Parents = Apollo and… … Wikipedia
Asclepios — Asclépios Statue d Asclépios du sanctuaire d Épidaure, copie d un original du IVe siècle av. J. C., Musée national archéologique d Athènes Dans la mythologie grecque, Ascl … Wikipédia en Français
Asclépios — Pour les articles homonymes, voir Asclépios (homonymie). Statue d Asclépios du sanctuaire d Épidaure, copie d un original du IVe siècle … Wikipédia en Français
Asklépios — Asclépios Statue d Asclépios du sanctuaire d Épidaure, copie d un original du IVe siècle av. J. C., Musée national archéologique d Athènes Dans la mythologie grecque, Ascl … Wikipédia en Français
ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… … Dictionary of Greek
πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ … Dictionary of Greek
σκαλοπιά — ἡ, Α [σκάλοψ, οπος] η υπόγεια στοά τού ασπάλακα … Dictionary of Greek
(s)kel-1 — (s)kel 1 English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Note: not reliable from kel “hit” and kel “prick” (above S. 545 f.) to separate. Material: O.Ind. kalü ‘small part” (: Serb. pro kola “Teil eines gespaltenen… … Proto-Indo-European etymological dictionary