σκάλευθρον

σκάλευθρον

σκάλευθρον, τό, ein Werkzeug der Bäcker, um Feuer u. Kohlen damit zu schüren, Ofenkrücke, Poll. 10, 113, σπάλαϑρον bei Bekker, wie auch 7, 22, wo hinzugesetzt ist οἱ νῦν σκάλευϑρον. Bei den Gramm. finden sich auch folgde Formen dafür: σκάλαυϑρον, σκάλανϑρον, σπάλαϑρον, σπάλεϑρον, σπάλαυϑρον, σπάλανϑρον, πάλαϑρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκάλευθρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάλευθρον — τὸ, Α βλ. σκάλεθρο …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σκάλαυθρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον] …   Dictionary of Greek

  • σκάλεθρο — το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά νεοελλ. μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τόν αφορούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλεύω + επίθημα θρον (πρβλ. έλκη θρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”