σκάλισις, ἡ, = Folgdm, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάλιση — η / σκάλισις ίσεως, ΝΑ [σκαλίζω] η ενέργεια τού σκαλίζω, το σκάλισμα … Dictionary of Greek