- σιάλωμα
σιάλωμα, τό, 1) = σίαλον, Aret. – 2) = σιγάλωμα; bei Pol. 6, 23, 4 ein eiserner Reif um den Schild.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιάλωμα, τό, 1) = σίαλον, Aret. – 2) = σιγάλωμα; bei Pol. 6, 23, 4 ein eiserner Reif um den Schild.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιάλωμα — ornamental shield rim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
σιαλώματα — σιάλωμα ornamental shield rim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλώματι — σιάλωμα ornamental shield rim neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)