σκάφευσις [2]

σκάφευσις [2]

σκάφευσις, , qualvolle Todesstrafe bei den Persern, Sp., s. σκαφεύω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκάφευσις — a cruel method of execution fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφεύσεσι — σκάφευσις a cruel method of execution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… …   Dictionary of Greek

  • σκαφεύσεως — σκαφεύσεω̆ς , σκάφευσις a cruel method of execution fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”