- προς-οικίζω
προς-οικίζω, daneben anbauen, einen Wohnsitz gründen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-οικίζω, daneben anbauen, einen Wohnsitz gründen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek