σελῑνουσία

σελῑνουσία

σελῑνουσία, , eine dem Eppich ähnliche, krausblätterige Kohlart, κράμβη, Ath. IX, 369 e, τὴν ὀνομασίαν ἔχει διὰ τὴν οὐλότητα; Mein. verm. σελινοῠσσα, d. i. σελινόεσσα; vgl. κράμβη σελινοειδής, Plin. H. N. 20, 33. – Bei Theophr. auch πυρὸς σελινούσιος, eine Weizenart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σελινουσία — σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc/acc dual σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίᾳ — σελινουσίᾱͅ , σελινούσιος celery leaved fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίας — σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem acc pl σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίαν — σελινουσίᾱν , σελινούσιος celery leaved fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινούσιος — (I) ία, ον, Α 1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα τού σέλινου 2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία κράμβης εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα]. (II) ία, ον, Α [Σελινοῡς] φρ. α) «σελινούσιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”