σελίδωμα

σελίδωμα

σελίδωμα, τό, = σελίς, Schol. Ap. Rh. 1, 528.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σελίδωμα — a broad plank neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελίδωμα — ώματος, τὸ, Α πλατιά σανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, ίδος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα] …   Dictionary of Greek

  • σελίδωμα — το, ατος 1. σελιδοποίηση. 2. αρίθμηση σελίδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σελιδώματα — σελίδωμα a broad plank neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελίδωση — η σελίδωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”