σελάχειον

σελάχειον

σελάχειον, τό, = σελάχιον, Opp. Hal. 1, 643.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σελάχειον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) βλ. σελάχι …   Dictionary of Greek

  • σελαχείων — σελάχειον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάχεια — σελάχειον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελάχι — (I) και σιλάχι, το, Ν 1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. silāh «όπλο»]. (II) το / σελάχιον, ΝΑ, και σαλάχι Ν, και σαλάχιον ΜΑ, και ποιητ. τ. σελάχειον Α κοινή ονομασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”