- σεληναῖος
σεληναῖος, 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάϑος, = σεληνιασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληναῖος, 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάϑος, = σεληνιασμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληναῖος — lighted by the moon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναίος — α, ο / σεληναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
σεληναῖον — σεληναῖος lighted by the moon masc acc sg σεληναῖος lighted by the moon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναῖα — σεληναῖος lighted by the moon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναῖοι — σεληναῖος lighted by the moon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναία — σεληναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc/acc dual σεληναίᾱ , σεληναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σεληναί̱ᾱ , σεληναῖος lighted by the moon fem nom/voc/acc dual σεληναί̱ᾱ , σεληναῖος lighted by the moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναίας — σεληναίᾱς , σεληναίη fem acc pl σεληναίᾱς , σεληναίη fem gen sg (attic doric aeolic) σεληναί̱ᾱς , σεληναῖος lighted by the moon fem acc pl σεληναί̱ᾱς , σεληναῖος lighted by the moon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληναίων — σεληναί̱ων , σεληναῖος lighted by the moon fem gen pl σεληναί̱ων , σεληναῖος lighted by the moon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σεληνῑτις, Α νεοελλ. (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί πολύ καθαρή ποικιλία γύψου αρχ. 1. ως κύριο όν. ὁ Σεληνίτης και ἡ Σελινῑτις α) ο Σεληναίος, φανταστικός κάτοικος τής σελήνης («... οἱ Ήλιῶται καὶ οἱ… … Dictionary of Greek
υπερσεληναίος — αία, ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τη σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεληναῖος (< σελήνη)] … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0902 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. σεληναῖος lunaris. Սեպհական լուսնի. որ ինչ ա՛նկ է լուսնի. որ եւ ԼՈՒՍՆԱՅԻՆ, ԼՈՒՍՆԱՒՈՐ. եւ Ամսական. ամսաւոր. ամսօրեայ մի. *Որպէս եգիպտացիքն զլուսնականսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)