- σεληνίσκος
σεληνίσκος, ὁ, dim. von σελήνη, wie σελήνιον gebraucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληνίσκος, ὁ, dim. von σελήνη, wie σελήνιον gebraucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληνίσκος — crescent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνίσκος — ὁ, Α [σελήνη / σεληνίς] υποκορ. τ. τού σεληνίς … Dictionary of Greek
σεληνίσκον — σεληνίσκος crescent masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνίσκῳ — σεληνίσκος crescent masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)