προς-θιγγάνω

προς-θιγγάνω

προς-θιγγάνω (s. ϑιγγάνω), anrühren, berühren; c. gen., Λοξίου δὲ προςϑιγών, Aesch. Ch. 1055; ἀπό μ' ὀλεῖς ἢν προςϑίγῃς, Soph. Phil. 806; οὔτε λοιβῆς ἧμιν οὔτε ϑυμάτων παρῆν ἑκήλοις προςϑιγεῖν, 9; μή σου προςϑίγω γενειάδος, Eur. Hec. 344; εἰ τῶνδε προςϑίξεις χερί, Heracl. 652; und praes., I. A. 339.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”