- σεληνό-φως
σεληνό-φως, ωτος, τό, Mondlicht, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεληνό-φως, ωτος, τό, Mondlicht, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εγγαρόφωτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φωτίζεται από το φεγγάρι 2. το ουδ. ως ουσ. το φεγγαρόφωτο το φως τού φεγγαριού, σεληνόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + φωτoς (< φως, φωτός), πρβλ. σεληνό φωτος] … Dictionary of Greek