- σιλουρισμός
σιλουρισμός, ὁ, das Essen vom σίλουρος, das Bewirthen damit, Ath. IV, 132 e aus Diphil.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλουρισμός, ὁ, das Essen vom σίλουρος, das Bewirthen damit, Ath. IV, 132 e aus Diphil.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιλουρισμός — eating of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλουρισμός — ὁ, Α το να παραθέτει κανείς σίλουρο στο δείπνο, να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλουρος «είδος ψαριού» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek