- σκληρο-βίοτος
σκληρο-βίοτος, eine harte Lebensart führend, Phryn. in B. A. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρο-βίοτος, eine harte Lebensart führend, Phryn. in B. A. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροβίοτος — η, ο (Α μακροβίοτος, ον) μακρόβιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτος ζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο βίοτος, σκληρο βίοτος] … Dictionary of Greek
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek