- σκληρο-γνώμων
σκληρο-γνώμων, hartes, starres Sinnes, Moschop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρο-γνώμων, hartes, starres Sinnes, Moschop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρογνώμων — ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, ον) αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερο γνώμων, σκληρο γνώμων] … Dictionary of Greek
λεπτογνώμων — λεπτογνώμων, όγνωμον (Α) οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, σκληρο γνώμων] … Dictionary of Greek