- σκληρο-κάρδιος
σκληρο-κάρδιος, hartherzig, hartes Sinnes, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρο-κάρδιος, hartherzig, hartes Sinnes, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρτεροκάρδιος — καρτεροκάρδιος, ον (Μ) 1. καρτερικός 2. αμετάπειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο κάρδιος, σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
πετροκάρδιος — ον, Μ πετρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
στρεβλοκάρδιος — ία, ον, Α διεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek