- σκληρο-παγής
σκληρο-παγής, ές, von harter Zusamnensügung, fest verbunden, Xenocrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρο-παγής, ές, von harter Zusamnensügung, fest verbunden, Xenocrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροπαγής — ές, ΜΑ αυτός τού οποίου το νερό είναι παγωμένο αρχ. (για πρόσ.) αυτός που έχει ασθενική κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. σκληρο παγής, ψυχρο παγής] … Dictionary of Greek
στερεοπαγής — ές, Α (για βλήμα σφενδόνας) σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + παγής (< θ. πăγ τού πήγνυμι*), πρβλ. σκληρο παγής] … Dictionary of Greek