σκληρότης

σκληρότης

σκληρότης, ητος, ἡ, Härte, Starrheit, übertr., harter, starrer Sinn; Plat. Theaet. 486 b u. öfter; καὶ ἀγροικία, Rep. X, 607 b; δαίμονος, Antiph. 3 γ 4; Sp.; ὅρκων, von furchtbaren Eiden, Phryn. in B. A. 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκληρότης — hardness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτήτων — σκληρότης hardness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότησι — σκληρότης hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότησιν — σκληρότης hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητα — σκληρότης hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητας — σκληρότης hardness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητες — σκληρότης hardness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητι — σκληρότης hardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητος — σκληρότης hardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • ожещениѥ — ОЖЕЩЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. ожестити: ѥгда како вскочить нѣкто въ градъ д҃шь наши(х). ˫ако навѣтникъ и чюжии. ѥже ѥ||сть гордыи. и в помыслѣ(х) не милу˫а… ли на ѹстремлени˫а попирани˫а и погублени˫а. ли ожещениѥ невспрѧновени˫а. ли въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”