- σκληρό-στομος
σκληρό-στομος, 1) hartmäulig, eigtl. vom Pferde, dah. unbändig, widerspenstig. – 2) vou harter Aussprache, hart od. schwer auszusprechen, σίγμα Aristox. bei Ath. XI, 467 b; Schol. Soph. El. 724.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρό-στομος, 1) hartmäulig, eigtl. vom Pferde, dah. unbändig, widerspenstig. – 2) vou harter Aussprache, hart od. schwer auszusprechen, σίγμα Aristox. bei Ath. XI, 467 b; Schol. Soph. El. 724.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγρόστομος — ον, Μ 1. (για ξίφος) αυτός που έχει βρεγμένη αιχμή 2. (κατ επέκτ.) κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + στομος (< στόμα), πρβλ. σκληρό στομος] … Dictionary of Greek
ξυλόστομος — ξυλόστομος, ον (Μ) (για ίππο) πιθ. αυτός που έχει στόμα σκληρό σαν το ξύλο, ξυλιασμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + στομος (< στόμα), πρβλ. λυκό στομος, ψαλιδό στομος] … Dictionary of Greek
σιδηρόστομος — ον, Μ (για άλογο) αυτός που έχει σιδερένιο, δηλαδή σκληρό στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + στομος (< στόμα), πρβλ. χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
σκληρόστομος — η, ο / σκληρόστομος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει σκληρό στόμα 2. (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος αρχ. μτφ. (για άλογο) ατίθασος, απείθαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αὐθαδό… … Dictionary of Greek