- σκηνίδιον
σκηνίδιον, τό, dim. von σκηνή, Thuc. 6, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκηνίδιον, τό, dim. von σκηνή, Thuc. 6, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκηνιδίοις — σκηνίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνιδίων — σκηνίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνιδίῳ — σκηνίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνίδιο — το / σκηνίδιον, ΝΑ [σκηνή] υποκορ. μικρή σκηνή νεοελλ. ανατ. σχηματισμός που το σχήμα του θυμίζει σκηνή («σκηνίδιο τής παρεγκεφαλίδας» προέκταση τής σκληράς μήνιγγας, η οποία χωρίζει τους ηνιακούς λοβούς τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων από την… … Dictionary of Greek
ՏԱՂԱՒԱՐԻԿ — ( ) NBH 2 0840 Chronological Sequence: Unknown date գ. σκηνίδιον tentoriolum, mapale, tugurium. Տաղաւար փոքրիկ եւ աղքատին. խուզ. խոլիկ. ... *Յայսմ տեղւոջ՝ յորում տաղաւարիկս է. Վրք. հց. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)