- σκομβρίζω
σκομβρίζω, = ϑυννάζω, ῥαϑαπυγίζω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκομβρίζω, = ϑυννάζω, ῥαϑαπυγίζω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκομβρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. γογγύζω 2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα… … Dictionary of Greek
σκομβρίζει — σκομβρίζω pres ind mp 2nd sg σκομβρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκομβρίσαι — σκομβρίζω aor inf act σκομβρίσαῑ , σκομβρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκομβρίζειν — σκομβρίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)