- σελας-φόρος
σελας-φόρος, lichttragend, lichtbringend; λαμπάδες, Aesch. Eum. 976; sp. D., wie Nonn. D. 8, 341. Vgl. σελαηφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σελας-φόρος, lichttragend, lichtbringend; λαμπάδες, Aesch. Eum. 976; sp. D., wie Nonn. D. 8, 341. Vgl. σελαηφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σελαηφόρος — ον, Α αυτός που φέρνει φως («Ἑρμῆς σελαηφόρος», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. < σέλας + φόρος* με δυσερμήνευτο η ] … Dictionary of Greek
σελασφόρος — α, ο / σελασφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός αρχ. (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) πυρφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλας + φόρος*] … Dictionary of Greek