- προς-θύμιος
προς-θύμιος, nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-θύμιος, nach Jemandes Sinn, gemüthlich, angenehm, τινί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιθύμιος — ον, Α (δωρ. τ.) ο προσθύμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα θύμιος] … Dictionary of Greek
Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… … Dictionary of Greek
ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… … Dictionary of Greek