σκοτία

σκοτία

σκοτία, , Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκοτία — σκοτίᾱ , σκότιος dark fem nom/voc/acc dual σκοτίᾱ , σκότιος dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκοτίᾱ , σκοτία darkness fem nom/voc/acc dual σκοτίᾱ , σκοτία darkness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτίᾳ — σκοτίᾱͅ , σκότιος dark fem dat sg (attic doric aeolic) σκοτίαι , σκοτία darkness fem nom/voc pl σκοτίᾱͅ , σκοτία darkness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτία — η το βόρειο τμήμα της Μ. Βρετανίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκότια — σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότιος dark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόβα Σκοτία — (Nova Scotia). Αυτόνομη επαρχία (55.490 τ. χλμ., 908.007 κάτ. το 2001) του νοτιοανατολικού Καναδά, που σχηματίζεται από την ομώνυμη χερσόνησο (πολύ διαρθρωμένη), από τον ισθμό που τη συνδέει με την ξηρά και από το νησί Κέιπ Μπρέτον. Συνορεύει με… …   Dictionary of Greek

  • σκοτίας — σκοτίᾱς , σκότιος dark fem acc pl σκοτίᾱς , σκότιος dark fem gen sg (attic doric aeolic) σκοτίᾱς , σκοτία darkness fem acc pl σκοτίᾱς , σκοτία darkness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτίαι — σκοτίᾱͅ , σκότιος dark fem dat sg (attic doric aeolic) σκοτία darkness fem nom/voc pl σκοτίᾱͅ , σκοτία darkness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτίαν — σκοτίᾱν , σκότιος dark fem acc sg (attic doric aeolic) σκοτίᾱν , σκοτία darkness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκότι' — σκότια , σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότια , σκότιος dark neut nom/voc/acc pl σκότιε , σκότιος dark masc voc sg σκότιε , σκότιος dark masc/fem voc sg σκότιαι , σκότιος dark fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”