- σκοτεινότης
σκοτεινότης, ητος, ἡ, Finsterniß, Dunkelheit, Plat. Soph. 254 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοτεινότης, ητος, ἡ, Finsterniß, Dunkelheit, Plat. Soph. 254 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοτεινότητα — σκοτεινότης darkness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότητα — η / σκοτεινότης, ητος, ΝΑ [σκοτεινός] 1. η ιδιότητα τού σκοτεινού, σκοτεινιά, σκοτεινάδα 2. μτφ. έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια (α. «σκοτεινότητα ύφους» β. «ὁ μὲν ἀποδιδράσκων εἰς τὴν τοῡ μὴ ὄντος σκοτεινότητα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek