- σκοτό-δῑνος
σκοτό-δῑνος, ὁ, = σκοτοδινία, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοτό-δῑνος, ὁ, = σκοτοδινία, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίδινος — ὁ, ἡ, Α 1. περιπλανώμενος 2. πειρατής («περίδ[ε]ινον πειρατήν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δινος (< δίνη), πρβλ. σκοτό δινος] … Dictionary of Greek
παλινδινία — παλινδινία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξ ὑποστροφῆς ὑδάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινία (< δινος < δίνη), πρβλ. σκοτο δινία] … Dictionary of Greek