- σκορπήϊος
σκορπήϊος, poet. statt σκόρπειος, Orph. lith. 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκορπήϊος, poet. statt σκόρπειος, Orph. lith. 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκόρπειος — εία, ον, και ιων. τ. σκορπήϊος, ΐη, ον, Α [σκορπιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκορπιό … Dictionary of Greek