σκορπίτης

σκορπίτης

σκορπίτης, , Skorpionstein, Plin. H. N. 37, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκορπίτης — ὁ, θηλ. σκορπῑτις, ίτιδος, Α πολύτιμος λίθος, όμοιος πιθανώς ως προς το σχήμα ή το χρώμα με σκορπιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα ίτης (πρβλ. ὀνυχ ίτης), λόγω τού σχήματος ή τού χρώματος τού λίθου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”