- σκοπιήτης
σκοπιήτης, ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπιήτης, ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπιήτης — highlander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιήτης — ὁ, Α [σκοπιά / σκοπιή] 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος» … Dictionary of Greek
σκοπιῆτα — σκοπιήτης highlander masc voc sg σκοπιήτης highlander masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)