- προς-οχυρόω
προς-οχυρόω, noch dazu, noch mehr befestigen, Schol. Thuc. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-οχυρόω, noch dazu, noch mehr befestigen, Schol. Thuc. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek