- σκοπελο-ειδής
σκοπελο-ειδής, ές, felsenartig, übh. felsig, Schol. Pind. P. 4, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπελο-ειδής, ές, felsenartig, übh. felsig, Schol. Pind. P. 4, 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπελοειδής — ές, Α 1. αυτός που είναι γεμάτος σκοπέλους 2. εκείνος που μοιάζει με σκόπελο, βραχώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόπελος + ειδής*] … Dictionary of Greek