- σκοπευτήριον
σκοπευτήριον, τό, = σκοπιά, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπευτήριον, τό, = σκοπιά, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… … Dictionary of Greek